Μήνυμα του Kοσμήτορα

Στο πλαίσιο της ιδεολογίας της οικονομίας της αγοράς και της συνακόλουθης πρωτοκαθεδρίας των υλικών αξιών πληθαίνουν οι φωνές που υποστηρίζουν τη χρήσιμη γνώση, τη γνώση – εμπόρευμα, που επιχειρεί να εκπαραθυρώσει τη γνώση ως δημόσιο αγαθό. Το μοντέλο της universitas, που επέτρεψε στα πανεπιστήμια να αναδειχθούν σε φάρους της συλλογικής συνείδησης και σε εστίες προσωπικής αυτονομίας και κοινωνικοπολιτικής χειραφέτησης, φαίνεται να υποχωρεί. Πολλοί, επίσης, είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η χρήσιμη γνώση παράγεται κυρίως έξω από τα πανεπιστήμια ή ότι η ακαδημαϊκή γνώση έχει περιφερειακό χαρακτήρα και δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κοινωνία. Αρκετοί, μάλιστα, προδικάζουν το τέλος του πανεπιστημίου, όπως το ξέραμε μέχρι πρόσφατα, και προαναγγέλλουν την αντικατάστασή του από το λεγόμενο «επιχειρηματικό πανεπιστήμιο», που θα λειτουργεί με βάση τις αρχές του marketing και του management, επιδιώκοντας στην ουσία ένα είδος «ακαδημαϊκού καπιταλισμού».
Η ένταση και η συχνότητα με την οποία προτείνονται αλλαγές στο ρόλο των πανεπιστημίων και των λειτουργών τους κατασκευάζουν μια νέα πραγματικότητα, που όχι μόνο χρησιμοποιεί τα επιστημολογικά παραδείγματα επιλεκτικά και, μάλιστα, εκτός του συγκεκριμένου ιστορικού πλαισίου μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν, αλλά και συστηματικά δυσχεραίνουν τη δυνατότητα για την κατανόηση των βαθύτερων προθέσεων αυτών που προτείνουν ή εφαρμόζουν τις αλλαγές, μια και τις αποϊδεολογικοποιούν και τις αποπλαισιώνουν από το ευρύτερο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό συγκείμενό τους, παρουσιάζοντάς τις ως επιστημονικά ουδέτερες, δηλαδή τεχνοκρατικές. Υπό το πρίσμα αυτό δεν είναι παράδοξη η πύκνωση και η οξύτητα των επιθέσεων εναντίον των δημόσιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, τα οποία κατηγορούνται ότι έχουν γραφειοκρατικές δομές, ότι η εξισωτική λειτουργία τους είναι αποτυχημένη και καταστροφική για την οικονομική ανάπτυξη, ότι απορροφούν υπερβολικούς δημόσιους πόρους, ότι τα μαθησιακά αποτελέσματα που επιτυγχάνουν είναι πενιχρά κ.λπ. κ.λπ.. Πρόκειται για τη γνωστή πλέον ως «πολιτική του αναθέματος» (Politics of Blame), που έχει ήδη λάβει ανησυχητικές διαστάσεις σε πολλές χώρες.
Πρώτα θύματα της «νέας πολιτικής» είναι κυρίως οι σχολές που θεραπεύουν τις επιστήμες του ανθρώπου, γιατί υποτίθεται ότι αυτές δε συνεισφέρουν με τρόπο μετρήσιμο στην οικονομική ανάπτυξη. Ωστόσο, η μονοσήμαντη προσαρμογή του σύγχρονου ανθρώπου στα δεδομένα της τεχνολογίας και της οικονομίας, καθώς και η έλλειψη πειστικού παιδαγωγικού παραδείγματος, το οποίο θα στηρίζεται στον επαναπροσδιορισμό αξιών που θα θέτουν στο επίκεντρο τον όλο άνθρωπο, τόσο ως βιολογικό ον όσο και στη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους και τη φύση, έχουν σοβαρό μερίδιο ευθύνης για την επικράτηση της αλλοτρίωσης, της ρηχής κοινωνικής συνείδησης, της παθητικής ενατένισης του κόσμου, της αρνητικής πολιτικοποίησης και, εν τέλει, της βαρβαρότητας. Κι εδώ ακριβώς έγκειται η μεγάλη κοινωνική σημασία των επιστημών του ανθρώπου, τις οποίες υπηρετεί η Φιλοσοφική Σχολή, εφόσον αυτές είναι σε θέση να εξανθρωπίσουν την τεχνοκρατική συμπεριφορά και να λειτουργήσουν ως ανάχωμα στον καταναλωτικό ευδαιμονισμό, που μέχρι πρόσφατα δημιουργούσε και σε μας την ψευδαίσθηση πως θα ζούμε σ’ ένα συνεχές παρόν.
Ωστόσο, μολονότι τα πράγματα δε φαίνονται και τόσο ευοίωνα για τη Σχολή μας, αν εξετάσει κανείς τις εκπαιδευτικές πρακτικές στη μακρά διάρκεια, θα διαπιστώσει ότι ποτέ δεν αμφισβητήθηκε ανοιχτά η αναγκαιότητα της πνευματικής καλλιέργειας, η οποία μπορεί να σημαίνει πολλά, αλλά πάνω απ’ όλα την ικανότητα για αυτόνομη κρίση και τη διαμόρφωση ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά του πολιτικού και ηθικού ανθρώπου, τα οποία δεν τα απορρίπτει καμιά εκπαιδευτική πολιτική, τουλάχιστον εμφανώς. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι ονομαστά πανεπιστήμια του εξωτερικού κινούνται εδώ και χρόνια προς την κατεύθυνση του ολόπλευρα καλλιεργημένου επιστήμονα. Έτσι, μαζί με την υψηλού επιπέδου εξειδίκευση, φροντίζουν να καλλιεργήσουν στους φοιτητές τους την κριτική σκέψη και να τους εμφυσήσουν το ενδιαφέρον για την πολιτική, την κοινωνία και τον πολιτισμό. Κι αυτό το επιδιώκουν, επειδή θεωρούν τις επιστήμες του ανθρώπου όχι μόνον ως μορφωτικό ιδεώδες αλλά και ως πολιτικό και κοινωνικό, που ενισχύει τη δημοκρατία, την κατανόηση του διαφορετικού και τη δημιουργικότητα.
Οι επιστήμες του ανθρώπου, λοιπόν, όσο κι αν απαξιώνονται τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα, μπορούν να συνεισφέρουν τα μέγιστα στην ερμηνεία της πολυπλοκότητας του σύγχρονου κόσμου, στην κατανόηση και τη νοηματοδότηση της κατακερματισμένης γνώσης, στη διαμόρφωση μιας νέας επιστημολογίας για τη ζωή με όλες τις αβεβαιότητές της. Στο πλαίσιο αυτό, η Φιλοσοφική Σχολή, η παλιότερη του Πανεπιστημίου μας, μπορεί με τα οκτώ Τμήματά της να προσφέρει στους φοιτητές και τις φοιτήτριές της σημαντικές μαθησιακές εμπειρίες, να τους βοηθήσει να αναπτύξουν την ικανότητα κριτικής επαγρύπνησης και να οικοδομήσουν βαθιά κοινωνική και πολιτική συνείδηση.
Βέβαια, η αλλαγή σε σύνθετα και πολύπλοκα συστήματα δεν είναι ποτέ γραμμική. Αντίθετα, διαμεσολαβείται από πληθώρα φορέων και παραγόντων, πράγμα που σημαίνει ότι, ακόμη κι αν είναι γνωστή σε όλες τις παραμέτρους της η σημερινή κατάσταση ενός πολύπλοκου συστήματος, δε συνεπάγεται αυτόματα ότι μπορεί να σχεδιαστεί η αλλαγή του με τρόπο που να είναι απόλυτα προβλέψιμη. Ωστόσο, υπάρχουν και στοιχεία τα οποία θεωρούνται κρίσιμα για το σχεδιασμό του μέλλοντος, όπως η στροφή σε ισχυρές αξίες ατομικής και κοινωνικής ηθικής, κάτι που προϋποθέτει κινητοποίηση όλων των δυνάμεων της ατομικής και συλλογικής ύπαρξής μας. Αυτή θα πρέπει να είναι η προτεραιότητά μας, γιατί ο τρόπος με τον οποίο μια κοινωνία μεγαλώνει και εκπαιδεύει τα παιδιά της αποτελεί δείκτη για την ποιότητα του μέλλοντός της.
Από την άποψη αυτή σημείο καμπής μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος μπορεί να αποτελέσει η ανθρωποκεντρική θεώρηση του κόσμου. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, απαιτείται να συνδεθούν η προσωπική επιτυχία και η κοινωνική αποτελεσματικότητα με τον ανθρωπισμό. Είναι, ίσως, η μοναδική δυνατότητα να μετατρέψουμε την κρίση σε ευκαιρία. Τα στοιχεία αυτά θα κλονίσουν την καταχρηστική λογική των κάθε λογής μονοδρόμων και θα επιτρέψουν την ανακάλυψη δυναμικών συσχετίσεων μεταξύ παιδείας και εκπαίδευσης, που θα δίνουν απαντήσεις στη διαλεκτική αντίθεση ανάμεσα στη γενική μόρφωση, αφενός, και στην ανάγκη για αποτελεσματική προετοιμασία για τον επαγγελματικό βίο, αφετέρου. Ο επανασχεδιασμός του μέλλοντος αποτελεί ή, έστω, πρέπει να αποτελεί μια συστηματική διαδικασία επιλογής ανάμεσα σε ποικίλες δυνατότητες χειρισμού των προβλημάτων. Η όλη προσέγγιση εντάσσεται σ’ ένα σχήμα κυκλικό, του οποίου δύο βασικά σημεία είναι η «πρόγνωση», με την έννοια της επιμήκυνσης ή της δυναμικής ανατροπής του παρόντος, και η «ουτοπία», νοούμενη ως κριτική αντιπαράθεση με το παρόν και το παρελθόν, ως δημιουργική κοινωνική και πολιτική πράξη. Συνιστά, λοιπόν, μια εξαιρετικά σοβαρή υπόθεση με ύψιστη σημασία και γι’ αυτό δε μπορεί να αφήνεται αποκλειστικά στους πολιτικούς ή στους οικονομικούς κύκλους, που χρησιμοποιούν τις επιστήμες και τους επιστήμονες για τα δικά τους συμφέροντα, ούτε καν στους ίδιους τους πανεπιστημιακούς.
Υπό το πρίσμα αυτό, η λειτουργική εκπαίδευση και η επαγγελματική κατάρτιση των νέων –επομένως και η σχεδόν αποκλειστική σύνδεση του πανεπιστημίου με την αγορά– δε μπορεί να θεωρηθούν επαρκή στοιχεία για το σχεδιασμό του μέλλοντος. Αν τα παιδιά μας θα μείνουν εγκλωβισμένα σε προσωπικά, πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά αδιέξοδα, αν θα στραφούν σε καταστροφικές λύσεις, ακολουθώντας τους ποικίλους κάπηλους, ή αν θα αποκτήσουν την ικανότητα και τη βούληση να αγωνιστούν για τη βελτίωση και το μετασχηματισμό της κοινωνίας, ώστε «να γίνουν τα ίδια η αλλαγή που θέλουν να δουν», θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το είδος της συνείδησης που θα αναπτύξουν.
Είναι, συνεπώς, αναγκαία η διαμόρφωση ενός νέου μαθησιακού περιβάλλοντος, όπου θα κυριαρχεί ο αμοιβαίος σεβασμός μεταξύ δασκάλων και μαθητών και θα απουσιάζει ο δογματισμός, ώστε οι νέοι και οι νέες να είναι σε θέση να κατακτήσουν την ικανότητα διαλόγου και λογικής επιχειρηματολογίας, να αναπτύξουν ερευνητικές και επικοινωνιακές δεξιότητες και να προετοιμαστούν να αντιμετωπίσουν με σοβαρότητα και υπευθυνότητα τα προβλήματα του πραγματικού κόσμου. Άλλωστε, χωρίς τις προϋποθέσεις αυτές δε θα είναι σε θέση να «ονοματίσουν» τον κόσμο, όπως επισημαίνει και ο Paulo Freire. Αυτό, όμως, σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται και από τους ίδιους. Καιρός να αναλάβουν κι αυτοί τις ευθύνες τους κι εμείς, οι δάσκαλοί τους, να τους κάνουμε χώρο και να τους εμπιστευθούμε. «Θάρρος χρειάζεται. Η γυάλα σπάει, άμα ζωντανέψουμε και σκεφτούμε. Αλλιώς θα μας φάνε, είμαστε νόστιμοι».

Δημήτρης Κ. Μαυροσκούφης
Καθηγητής Διδακτικής Μεθοδολογίας και Ιστορίας της Εκπαίδευσης

Μετάβαση στο περιεχόμενο